- φλογιστικός
- η , ό[ν]1) воспламеняющий; 2) воспалительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προκαλεί ανάφλεξη ή φλόγωση 2. φρ. «φλογιστική θεωρία» χημ. (παλαιότερα) θεωρία βασιζόμενη στην ύπαρξη τού φλογιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek